Η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης και στο μέλλον δεν είναι δεδομένη, αλλά συναρτάται από μια σειρά παράγοντες και κυρίως από την άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής που θα ισορροπεί αποτελεσματικά ανάμεσα στην ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή αφ΄ ενός και σε εκείνη για διατήρηση της ανάπτυξης αφ΄ ετέρου.
«Η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης και στο μέλλον δεν είναι δεδομένη, αλλά συναρτάται από μια σειρά παράγοντες και κυρίως από την άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής που θα ισορροπεί αποτελεσματικά ανάμεσα στην ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή αφ΄ ενός και σε εκείνη για διατήρηση της ανάπτυξης αφ΄ ετέρου. Ο στόχος για την τόνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας μας απαιτεί ένα οικονομικό μοντέλο πιο εξωστρεφές, πιο παραγωγικό, και πιο ανταγωνιστικό στο παγκόσμιο περιβάλλον. Για να το επιτύχουμε αυτό, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι σαφώς προσανατολισμένη στην τόνωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της επιχειρηματικότητας και δομημένη στη βάση του εξορθολογισμού και του περιορισμού του ρόλου του κράτους στην οικονομία». Την επισήμανση αυτή έκανε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias κ. Νικόλαος Νανόπουλος σε ομιλία του προς την Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της Eurobank, που συνήλθε σήμερα (Τρίτη, 5 Απριλίου 2005). Ο κ. Ν. Νανόπουλος πρόσθεσε ότι: «Τώρα πλέον απαιτείται ένα περιβάλλον όπου ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και αναπτυξιακή διαδικασία, κάτι που θα πρέπει βέβαια να συνδυαστεί με την ταχύτερη προώθηση ιδιωτικοποιήσεων καθώς και διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων σε πολλούς κρίσιμους τομείς. Το ζητούμενο είναι να διαμορφωθεί ένα οικονομικό περιβάλλον που να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, σε ένα πλαίσιο που να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και κινδύνων». Αναφερόμενος στην οικονομική πολιτική και στα πρόσφατα μέτρα που ελήφθησαν παρατήρησε ότι «αφ΄ ενός κρίνονται αναγκαία για την άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την ικανοποίηση των δεσμεύσεών μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφ΄ ετέρου όμως τα μέτρα αυτά θα έχουν κάποιο πρόσκαιρο, πιστεύουμε, αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στο μέτωπο του πληθωρισμού όσο και σε αυτό της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ίσως είναι ακόμα λίγο πρόωρο να προσδιορισθούν με ακρίβεια οι συνέπειες αυτές». Περαιτέρω υπογράμμισε ότι «σ΄ αυτό το περιβάλλον νέες προκλήσεις προκύπτουν και για το τραπεζικό σύστημα το οποίο καλείται να παίξει έναν πιο ενεργό και ποιοτικά αναβαθμισμένο ρόλο-καταλύτη στην αναπτυξιακή διαδικασία. Διαμορφώνονται ήδη οι συνθήκες –είπε ο κ. Ν. Νανόπουλος- για την περαιτέρω δραστηριοποίηση των τραπεζών σε όλους τους τομείς και τη μεγαλύτερη διείσδυση τραπεζικών υπηρεσιών στην οικονομική δραστηριότητα ιδιωτών και επιχειρήσεων».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank αναφερόμενος στη θέση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στο ευρύτερο περιβάλλον της Ευρωζώνης ανέδειξε την ισχυρή θέση και ευρωστία των ελληνικών τραπεζών, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι η απόδοση στα ίδια κεφάλαια των πέντε μεγάλων ελληνικών τραπεζών, ανέρχεται για το 2004 στο 14,4% και είναι κατά 2,5% υψηλότερη της αντίστοιχης απόδοσης των τραπεζών της Ευρωζώνης. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια και αποδοτικότητα του ενεργητικού τους σε σχέση με τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Ακόμα και σε επίπεδο αποτελεσματικότητος οι πέντε μεγάλες ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν καλύτερο δείκτη κόστους προς έσοδα σε σχέση με τις τράπεζες της Ευρωζώνης που για τη χρήση 2004 διαμορφώθηκε στο 57,4%.
Αναφορά στο ίδιο θέμα έκανε και ο Πρόεδρος της Τράπεζας κ. Ξενοφών Νικήτας που επισήμανε ότι η αξιολόγηση των πιστωτικών μας οργανισμών συγκριτικά με τις τράπεζες της Ευρωζώνης καταλήγει σε «θετικό συμπέρασμα για το πιστωτικό μας σύστημα που ισάξια, και σε πολλούς τομείς υπέρτερα, συναγωνίζεται αντίστοιχους οργανισμούς στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Το πιστωτικό μας σύστημα, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, είναι ισχυρό και κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι πετυχαίνει υψηλή βαθμολόγηση από τους διεθνείς οίκους. Αυτό αντανακλάται και στην εμπιστοσύνη με την οποία αντιμετωπίζουν οι διεθνείς επενδυτές τις αξίες μας». Σ΄ αυτό το περιβάλλον η Τράπεζα, πρόσθεσε ο κ. Ξ. Νικήτας, ενισχύει τη θέση της στην αγορά με αποτέλεσμα σήμερα η Eurobank «να μην είναι μόνο ένας ισχυρός χρηματοπιστωτικός όμιλος στην Ελλάδα, ούτε μόνο ένας από τους κύριους παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης, αλλά να είναι ένας από τους βασικούς συντελεστές στις οικονομικές εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στο εγχώριο οικονομικό περιβάλλον ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Νανόπουλος ανέφερε ότι : «Τη θετική συνολικά εικόνα για το τραπεζικό σύστημα έρχεται να επισκιάσει τελευταία ένα σχετικά βαρύτερο επιχειρηματικό κλίμα απ΄ αυτό που είχαμε συνηθίσει κατά το παρελθόν με δεδομένο ότι σε ορισμένους κλάδους και σε ορισμένες επιχειρήσεις εμφανίζονται χρηματοοικονομικές δυσκολίες οι οποίες προκαλούν προβλήματα εξυπηρέτησης υποχρεώσεων που χρήζουν άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης», για να τονίσει ότι «ζητούμενο είναι να παραμείνουν τα φαινόμενα αυτά μεμονωμένα», με τις τράπεζες να αναλαμβάνουν έγκαιρα «έναν δημιουργικό ρόλο και πρωτοβουλίες εξυγίανσης με την ενεργό και υπεύθυνη συμμετοχή των επιχειρηματιών, που θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να βρουν ασφαλή διέξοδο και νέα αναπτυξιακή προοπτική». Όπως είπε ο κ. Ν. Νανόπουλος : «οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να είναι σταθερά προσανατολισμένες στην ενίσχυση των υγιών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και να διαβλέπουν την πραγματική δυναμική μιας επιχείρησης, πέρα από μια δύσκολη συγκυρία» ενώ είναι αυτονόητο ότι εφαρμόζοντας σύγχρονα συστήματα διαχείρισης κινδύνου μπορούν να προλαμβάνουν δυσμενείς εξελίξεις και να προστατεύουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Και κατέληξε ως προς το θέμα αυτό : «Στη Eurobank εκτός από τα αυστηρά και σύγχρονα συστήματα διαχείρισης κινδύνων, λειτουργούμε με βάση μια διαφοροποιημένη προσέγγιση έναντι των εταιρικών μας πελατών, με στόχο να είμαστε συνεργάτες και σύμβουλοι με ολοκληρωμένο φάσμα εξυπηρέτησης και όχι απλώς χορηγοί δανείων».
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ενδεχομένως κάποιες τράπεζες, ο κ. Ν. Νανόπουλος αναφέρθηκε και στο ασφαλιστικό πρόβλημα των τραπεζών, τονίζοντας ότι η Eurobank «δεν είναι εκ προοιμίου αντίθετη στην εκπόνηση και υλοποίηση μια συνολικής λύσης που θα αφορά στο ασφαλιστικό πρόβλημα των τραπεζών. Αρκεί η λύση αυτή να ικανοποιεί ορισμένα βασικά κριτήρια όπως η διαφάνεια των όρων, η μορφή του νέου ταμείου, η σχετικά ισορροπημένη κατανομή του οικονομικού κόστους μεταξύ τραπεζικού συστήματος και Έλληνα φορολογούμενου και η αποφυγή της στρέβλωσης των όρων του ισότιμου ανταγωνισμού. Είμαστε, είπε ο κ. Ν. Νανόπουλος, αντίθετοι σε προτάσεις που επιρρίπτουν ένα δυσανάλογα μεγάλο βάρος προσαρμογής και χρηματοδότησης των ελλειμμάτων των τραπεζών στο Ι.Κ.Α., το δημόσιο και κατ΄ επέκταση στον Έλληνα φορολογούμενο, διογκώνοντας παράλληλα και επιπρόσθετα το βάρος αυτό μέσω ευνοϊκών ρυθμίσεων που μειώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές των τραπεζών. Θεωρούμε ότι τέτοιες λύσεις αλλοιώνουν τους κανόνες του ισότιμου και υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος ορισμένων μόνον επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, για ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα είμαστε υπέρ μιας εκτενέστερης, τεκμηριωμένης και εις βάθος ενημέρωσης των πολιτών και των Ελλήνων φορολογούμενων, με δεδομένο ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για το αναλογιστικό έλλειμμα του τραπεζικού συστήματος ανέρχονται στα €4 με €5 δισ.»
Οι Μέτοχοι της Eurobank, κατά την Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση, ενέκριναν τα αποτελέσματα της χρήσεως 2004 και την διανομή συνολικού μερίσματος για τη χρήση αυτή €0,72 ανά μετοχή. Δεδομένου ότι έχει καταβληθεί προμέρισμα €0,30 ανά μετοχή, το υπόλοιπο ποσό (€0,42 ανά μετοχή) θα αρχίσει να καταβάλλεται στις 19 Απριλίου 2005 ενώ από αύριο (06/04/2005) οι μετοχές θα είναι διαπραγματεύσιμες χωρίς δικαίωμα στο μέρισμα. Το μέρισμα είναι αυξημένο κατά 20% έναντι του μερίσματος χρήσης 2003 με τη μερισματική απόδοση να ανέρχεται σε 2,8% με κλείσιμο τιμής μετοχής στο Χρηματιστήριο τέλος του 2004. Το συνολικό ποσό που διανέμεται ως μέρισμα για τη χρήση 2004 ανέρχεται σε €226 εκατ., είναι το υψηλότερο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και αποτελεί το 61,4% των καθαρών κερδών. Σημειώνεται ότι η μετοχή της Eurobank το 2004 παρουσίασε την υψηλότερη απόδοση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, που έφθασε το 64,4% έναντι αυξήσεως 44,3% του δείκτη των ελληνικών τραπεζών.
Αναφερόμενος στην πορεία του Ομίλου και της Τράπεζας κατά το 2004 ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank χαρακτήρισε την περσινή χρήση ως έτος «ισχυρής περαιτέρω ανάπτυξης, σημαντικής κερδοφορίας, επιτυχιών σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων καθώς και διεθνών διακρίσεων».
Τα ενοποιημένα καθαρά κέρδη του Ομίλου, μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας, ανήλθαν σε €368 εκατ. το 2004, παρουσιάζοντας σημαντική ενίσχυση κατά 35% και υπερέβησαν κατά πολύ τους αρχικούς στόχους και τις δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί έναντι των Μετόχων για αύξηση κατά 20%. Στη σημαντική ενίσχυση της κερδοφορίας συνετέλεσε η δυναμική αύξηση των Λειτουργικών Εσόδων με αιχμή τα έσοδα από Τόκους και Προμήθειες σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των δαπανών. Η απόδοση στα ίδια κεφάλαια των Μετόχων της Eurobank έφθασε το 19,7% υπερβαίνοντας το στόχο του 18% που είχε τεθεί για το 2005.
Το 2004 τα δάνεια αυξήθηκαν κατά 29,3% (σε συγκρίσιμη βάση) σε επίπεδο Ομίλου και κατά 28,2% στην Ελλάδα, δηλαδή κατά 11,7 ποσοστιαίες μονάδες ταχύτερα από τον Τραπεζικό κλάδο που σημείωσε αύξηση κατά 16,5%. Έτσι, διευρύνθηκε το μερίδιο αγοράς της Eurobank στις χορηγήσεις κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε 15%. Οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης κατά το 2004 μεταφράζονται σε πολύ ικανοποιητικά μερίδια αγοράς στους ελκυστικότερους από πλευράς προοπτικών και κερδοφορίας τομείς, όπως η καταναλωτική πίστη (30%), η τραπεζική μικρών επιχειρήσεων (33%), η στεγαστική πίστη (12,5%), τα αμοιβαία κεφάλαια (35,2%) –εξαιρουμένων των ΑΚ διαθεσίμων- οι χρηματιστηριακές υπηρεσίες (15,3%) και οι ασφαλιστικές υπηρεσίες (16%). Στο χώρο της διαχείρισης κεφαλαίων πελατών, ενισχύθηκε κατά 18% η θέση της Eurobank με υπό διαχείριση κεφάλαια που υπερβαίνουν τα €30 δισ. Η ισχυρή αύξηση των εργασιών οδήγησε στην επίσης σημαντική αύξηση των συνολικών εσόδων τα οποία το 2004 διαμορφώθηκαν σε €1,5 δισ., παρουσιάζοντας ετήσια αύξηση 22%. Ταυτόχρονα, επετεύχθη συγκράτηση του κόστους, με τις λειτουργικές δαπάνες να αυξάνονται κατά 5,2% για τις δραστηριότητες στην Ελλάδα και 8,4% σε επίπεδο Ομίλου. Έτσι, το 2004, ο δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο 46,5% για την Ελλάδα, και στο 49,1% σε ενοποιημένο επίπεδο, επίδοση που κατατάσσει την Eurobank στις πιο αποτελεσματικές Τράπεζες διεθνώς. Για το 2004, η Eurobank είχε το χαμηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων μεταξύ των πέντε μεγάλων τραπεζών. Ο συνολικός δείκτης των μη εξυπηρετουμένων δανείων μειώθηκε σε 2,9% στα τέλη Δεκεμβρίου 2004, από 3,3% το 2003, ενώ τα οργανικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν σε 2,5%. Επιπλέον, η Τράπεζα ακολουθεί μια αυστηρή πολιτική προβλέψεων έτσι ώστε να είναι απόλυτα διασφαλισμένη έναντι ενδεχόμενων μελλοντικών κινδύνων. Οι νέες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις αντιστοιχούν σε 105 μονάδες βάσης επί του μέσου δανειακού χαρτοφυλακίου του 2004, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καλύπτονται κατά 87% περίπου από προβλέψεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, διασφαλίζει την Τράπεζα έναντι μελλοντικών κινδύνων. Παράλληλα, η κεφαλαιακή επάρκεια της Eurobank παραμένει ισχυρή. Στα τέλη του 2004 το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε €1,9 δισ. Ο δείκτης Συνολικής Κεφαλαιακής Επάρκειας διαμορφώθηκε σε 10,6%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα εποπτικά κεφάλαια πρώτης διαβάθμισης Tier I ανήλθε σε 8,8%.
Σε ότι αφορά την επέκταση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία η Eurobank διαθέτει περί τα 300 καταστήματα και απασχολεί πάνω από 4.500 άτομα προσωπικό, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για περαιτέρω διεύρυνση και ανάπτυξη με στόχο το 2009 οι δραστηριότητες στις χώρες αυτές να αποφέρουν τουλάχιστο το 20% των καθαρών κερδών του Ομίλου.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Νανόπουλος, καταλήγοντας τόνισε ότι με δεδομένες τις διαφαινόμενες θετικές προοπτικές, η Διοίκηση δεσμεύεται για τους ακόλουθους στόχους, σε επίπεδο Ομίλου, τη διετία 2005-2006 :
- Καθαρά κέρδη τουλάχιστον €450 εκ. το 2005
- Ετήσια Αύξηση στα Καθαρά Κέρδη ανά Μετοχή που θα υπερβαίνει το 23% και
- Ετήσια Αύξηση του Μερίσματος ανά Μετοχή που θα υπερβαίνει το 15%.
Αυτά δε, θα στηρίζονται σε:
- Ετήσια Αύξηση Εσόδων που θα υπερβαίνει το 15%
- Δείκτης Κόστους / Εσόδων κάτω από 48% σε επίπεδο Ομίλου και κάτω από 46% για τις δραστηριότητες στην Ελλάδα το 2006 και
- Αποδοτικότητα των Ιδίων Κεφαλαίων άνω του 20% το 2006.
Οι νέοι μας στόχοι, είπε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας, είναι μεν φιλόδοξοι αλλά και εφικτοί. Και κατέληξε : «Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του οργανισμού μας και τις ικανότητες των ανθρώπων μας, και μένοντας σταθερά ευθυγραμμισμένοι στην στρατηγική μας, θα δουλέψουμε σκληρά για να τους επιτύχουμε».
Η Γενική Συνέλευση ενέκρινε την πρόταση να προβεί η Τράπεζα σε αγορά ιδίων μετοχών, εφάπαξ ή τμηματικά, εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα μηνών από σήμερα με κατώτατη τιμή αγοράς €5 ανά μετοχή και ανώτατη τιμή αγοράς €27,09 ανά μετοχή. Ο ανώτατος αριθμός των μετοχών που θα αγορασθούν, αθροιζόμενος με τον αριθμό των ιδίων μετοχών που ανήκουν εκάστοτε στην Τράπεζα, δεν θα υπερβαίνει το 5% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας (που αντιστοιχεί σε 15.700.000 μετοχές περίπου).