«Η Ελληνική Οικονομία και το Πρόγραμμα Σταθερότητας» ήταν το θέμα εκδήλωσης που διοργάνωσε σήμερα στη Θεσσαλονίκη η Τράπεζα Eurobank EFG. Η εκδήλωση εντάσσεται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που, με συνέπεια, υλοποιεί η Τράπεζα, παρουσιάζοντας, από την περασμένη άνοιξη, σε διεθνείς τράπεζες, θεσμικούς επενδυτές, αναλυτές, ιδιώτες πελάτες της και μέσα ενημέρωσης, στο εξωτερικό και το εσωτερικό, τις προοπτικές, τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους αναφορικά με την Ελληνική Οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Επίσημος ομιλητής ήταν ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Φίλιππος Σαχινίδης. Την εκδήλωση άνοιξε με ομιλία του ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Νικόλαος Καραμούζης και την παρακολούθησαν περίπου 400 επιχειρηματίες και οικονομικοί παράγοντες από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδος.
Ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, στην ομιλία του επεσήμανε ότι «η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο για την οριστική απεμπλοκή της χώρας από την κρίση. Η ευθύνη του κράτους είναι να διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες και κατάλληλο περιβάλλον για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, ην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, των ιδιωτικών επενδύσεων και της οικονομικής εξωστρέφειας. Τα παραπάνω προϋποθέτουν την ταχεία μείωση της κρατικής κυριαρχίας και του παρεμβατισμού στην οικονομία και την ταυτόχρονη μείωση της κρατικής σπατάλης, της φοροδιαφυγής και της γραφειοκρατίας. Η Eurobank, έγκαιρα, με συντονισμένες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες της, ανέδειξε την ανάγκη να υιοθετήσει η χώρα μας ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, που δεν θα στηρίζεται στην κατανάλωση και τον γιγαντισμό του δημοσίου τομέα, αλλά στον ιδιωτικό τομέα, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της οικονομικής εξωστρέφειας και την άνθιση των ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων. Πήραμε, μάλιστα και μια σειρά από πρωτοβουλίες ενίσχυσης και στήριξης της οικονομικής εξωστρέφειας και των επενδύσεων σε συνεργασία με τους επιχειρηματικούς φορείς της χώρας, μεταξύ των οποίων και της Β. Ελλάδος, που συνεχίζεται και σήμερα».
«Τους τελευταίους μήνες», τόνισε ο κ. Καραμούζης, «η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρωτόγνωρο κύμα αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αμφισβήτησης της βιωσιμότητας της Ευρωζώνης και του Ευρώ. Η εικόνα αυτή, παρά τη συνεπή μέχρι σήμερα υλοποίηση του Μνημονίου, δεν έχει αντιστραφεί, υπονομεύοντας καθημερινά το μέλλον και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι διεθνείς αγορές εκτιμούν, ακόμα και σήμερα, παρά την πρόοδο που αναμφισβήτητα έχει σημειωθεί, ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να αναγκαστεί να προχωρήσει, τελικά, σε ρύθμιση ή και διαγραφή χρεών». «Σε κάθε περίπτωση», όπως τόνισε ο κ. Καραμούζης, «μια διαγραφή δημοσίου χρέους θα είναι καταστρεπτική για τη χώρα και την οικονομία της, με ανυπολόγιστες μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες.
«Το Μνημόνιο», επεσήμανε, «δεν είναι αναγκαίο κακό, αλλά αναγκαία πολιτική διότι απαριθμεί, ιεραρχεί και θέτει αυστηρά χρονοδιαγράμματα υλοποίησης όλων εκείνων των μεταρρυθμίσεων, που η χώρα μας δεν τόλμησε για χρόνια να προωθήσει».
«Ο νέος ενάρετος κύκλος κοινωνικής δικαιοσύνης θα προκύψει, κυρίως, από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης, αλλά και της αποτελεσματικότερης παροχής από το κράτος, του κοινωνικού μισθού με σύγχρονες υπηρεσίες, με μείωση της σπατάλης και της διαφθοράς».
«Είναι φανερό, όμως, ότι το κέντρο βάρους των πρωτοβουλιών πρέπει σταδιακά να μετακινηθεί από την υπέρμετρη φορολόγηση των συνεπών πολιτών και επιχειρήσεων στον περιορισμό της σπατάλης και της αναποτελεσματικότητας στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, την πάταξης της φοροδιαφυγής, αλλά, κυρίως, στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων. Η πρακτική της επιβολής νέων φόρων και έκτακτων εισφορών κάθε φορά που ο προϋπολογισμός αποκλίνει από τους στόχους του, οδηγεί την οικονομία σε φαύλο κύκλο, επιβαρύνει τη λαϊκή κατανάλωση και απειλεί την κοινωνική συνοχή και, τέλος, τιμωρεί τους συνεπείς φορολογούμενους και την επιχειρηματικότητα».
Αναφερόμενος στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ο κ. Καραμούζης τόνισε πως «ακόμη και εν μέσω της δύσκολης συγκυρίας, οι τράπεζες συνεχίζουν, ως βασική τους προτεραιότητα, να στηρίζουν με ευελιξία τους πελάτες τους, και διατηρούν ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, κάθε τράπεζα χαράζει τη δική της στρατηγική και αναλαμβάνει τις δικές της πρωτοβουλίες, με βάση τα δικά της δεδομένα και χαρακτηριστικά. Κοινός στόχος παραμένει η περαιτέρω θωράκιση των τραπεζών, η ενίσχυση των κεφαλαίων και της ρευστότητας και η στήριξη των πελατών. Αλλά οι τράπεζες μόνες τους δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Η πρωταρχική προϋπόθεση για το άνοιγμα των αγορών και τη βελτίωση της ρευστότητας και του επενδυτικού κλίματος στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία είναι η συνεπής υλοποίηση του Μνημονίου και η παράλληλη ανάληψη γενναίων πρωτοβουλιών ενίσχυσης της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Να γίνει τελικά η Ελλάδα μια ελκυστική, φιλική και ανταγωνιστική χώρα για τον επισκέπτη, τον επενδυτή, την επιχειρηματικότητα. Οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν, παρά τα προβλήματα, ανταγωνιστικές και διεθνοποιημένες, με σημαντική παρουσία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η παρουσία του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην περιοχή είναι από τις σημαντικότερες επενδύσεις της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Γι΄ αυτό και η εξωστρεφής προοπτική των ελληνικών τραπεζών δεν πρέπει να υπονομευθεί και να αποδυναμωθεί, αλλά να αποτελέσει το βασικό πυρήνα για το νέο, ενάρετο κύκλο εξωστρέφειας, ανταγωνιστικότητας και ευημερίας της χώρας».
Σημειώνεται ότι η Eurobank από την υπογραφή του Μνημονίου και την ένταξη της χώρας μας στον Μηχανισμό Στήριξης έχει προχωρήσει σε σειρά αναλύσεων και αξιολογήσεων των δυνατοτήτων και των προοπτικών της οικονομίας. Η ομάδα των οικονομολόγων της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων του ομίλου Eurobank EFG, υπό την ευθύνη του καθηγητή κυρίου Γκίκα Χαρδούβελη και με τη συμβολή του καθηγητή κ. Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου και των στελεχών της κ.κ. Πλάτωνα Μονοκρούσου και Αναστασίου Αναστασάτου, εκπόνησε μια ολοκληρωμένη μελέτη για τις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας. Ιδιαίτερη αναφορά και ανάλυση γίνεται στη μελέτη, σε σειρά θετικών παραγόντων που η διεθνής αγορά, παρότι αρχίζει εμφανώς να αναγνωρίζει την πρόοδο που συντελείται, είτε συνεχίζει να αγνοεί, είτε δεν έχει ακόμα αξιολογήσει πλήρως τη σημασία τους. Σύμφωνα με τη μελέτη, καθοριστικό παράγοντα, μεταξύ άλλων, για την έξοδο από την κρίση αποτελεί η διαμόρφωση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό, κυρίως δε το πρώτο. Αν αυτό επιτευχθεί, είναι ταχύτατη η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, το οποίο μπορεί να πέσει και κάτω του 80% το 2020, στοιχείο που ακούγεται εντυπωσιακό αλλά επιτεύξιμο.