Το επενδυτικό συνέδριο Euromoney για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διεξήχθη για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το διήμερο 21 – 22 Οκτωβρίου 2008. Στο πλαίσιο του συνεδρίου η Eurobank EFG συμμετείχε με τη διοργάνωση συζήτησης στρογγυλής τραπέζης με θέμα: «Η χρηματοοικονομική κρίση και η επιλογή ανάμεσα σε ύφεση και πληθωρισμό στη Νέα Ευρώπη». Ομιλητής στο συνέδριο και συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Οικονομικός Σύμβουλος της Eurobank κ. Γκίκας Χαρδούβελης. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Σερβίας κ. Radovan Jelasic, ο υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ρουμανίας κ. Eugen Dijmarescu και ο υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας κ. Dimitar Kostov.
Στην ομιλία του ο κ. Χαρδούβελης περιέγραψε την εντυπωσιακή πρόοδο των χωρών της περιοχής τα τελευταία χρόνια, που σηματοδοτείται από την συμμετοχή δύο εξ αυτών στην Ευρωζώνη και δύο ακόμη στην ΕΕ. Τόνισε την ισχυρή θέση στην οποία βρίσκονται οι οικονομίες αυτές σήμερα και την ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στη σημερινή κρίση, διατηρώντας ακέραιες τις προοπτικές τους για μακροχρόνια ανάπτυξη. Η προσπάθεια εισόδου στην ΕΕ ή/και στην Ευρωζώνη λειτουργεί ως φάρος για όλες τις χώρες και ως μηχανισμός πειθαρχίας ώστε να ακολουθήσουν τις κατάλληλες εκείνες πολιτικές, που τους εξασφαλίζουν σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος ευνοϊκού για επενδύσεις.Το κύριο ερώτημα είναι πως και πόσο θα επηρεαστούν οι πραγματικές οικονομίες. Παρόλες τις ανισορροπίες που ταλανίζουν τις οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης, όπως τα διευρυμένα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από ότι στις Βαλτικές χώρες, με τις οποίες συχνά γίνεται σύγκριση. Οι οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, καθώς η πιστωτική επέκταση είναι περιορισμένη, το δημόσιο αλλά και το εξωτερικό χρέος είναι χαμηλά, η ρευστότητα μεγαλύτερη και το τραπεζικό σύστημα πολύ πιο ισχυρό. Επιπλέον στην διάθεση τους έχουν μια σειρά από πολιτικές και μέτρα, όπως η κοινοτική χρηματοδότηση και η ίδρυση ταμείων εγγυοδοσίας των ΜΜΕ. Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι έχουν σαφώς ενταθεί, αλλά οι μακροχρόνιες προοπτικές παραμένουν θετικές. Η περιοχή αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται γρήγορα και με τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να γίνει ακόμα πιο ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές.
Ειδικότερα, ο κ. Jelasic ανέφερε ότι η επερχόμενη ύφεση στη Νέα Ευρώπη δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σημαντικά. Υποστήριξε ότι η κρίση μειώνει τους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, κάτι που είναι θετικό για την περιοχή, αφού στο παρελθόν σε πολλά κράτη υπήρχε δυσκολία περιορισμού των υψηλών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης. Εμφανίστηκε αισιόδοξος για τη σερβική οικονομία, όπου στην αγορά συναλλάγματος δεν υπάρχει ιδιαίτερη πίεση, απλώς μεγάλη διακύμανση, ενώ πρόσφατα ελήφθησαν μέτρα για μεγαλύτερη ασφάλεια των καταθέσεων, έως το όριο των €50.000. Ο ίδιος θα επιθυμούσε να δει τα επιτόκια παρέμβασης χαμηλότερα από τα σημερινά (15,75%), αλλά τα ασφάλιστρα κινδύνου αυξάνονται όταν μειώνονται τα επιτόκια παρέμβασης και έτσι υπάρχει δυσκολία περαιτέρω μείωσης.
Ο κ. Dijmarescu ανέφερε ότι η Νέα Ευρώπη είναι αποδέκτης του προβλήματος της χρηματοοικονομικής κρίσης καθώς και των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων τον τελευταίο χρόνο. Η διολίσθηση του ρουμανικού νομίσματος λόγω της κρίσης, μπορεί να δημιούργησε πληθωριστικές πιέσεις, αλλά έχει επιδράσει θετικά στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Ο πληθωρισμός στη Ρουμανία δεν φαίνεται να είναι πλέον σημαντικό πρόβλημα καθώς η πτώση της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας δρα ανασχετικά στη ζήτηση και κατ΄ επέκταση στον πληθωρισμό. Ανέφερε, επίσης, ότι για τη ρουμανική Κεντρική Τράπεζα δεν αποτελεί πρόβλημα η διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά, όμως στην παρούσα φάση εκτιμά πως προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων. Τέλος, διαβεβαίωσε ότι στη Ρουμανία οι καταθέσεις είναι ασφαλείς.
Ο κ. Kostov ανέφερε ότι η βουλγαρική οικονομία δεν θα υποστεί ανώμαλη προσγείωση το 2009, παρά μόνο μια μικρή πτώση των ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης των τελευταίων ετών, ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης συντηρητικής μακροοικονομικής πολιτικής και της συνέπειας στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τόνισε ιδιαίτερα την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται και που διαφοροποιεί τη χώρα του από άλλες χώρες, όπως οι Βαλτικές, οι οποίες σήμερα πιέζονται από την κρίση.