Οι σύνθετες επενδύσεις μπορούν να γεφυρώσουν δύο κόσμους
Μετά από 3 έτη πρωτόγνωρων νομισματικών παρεμβάσεων, οι Κεντρικές Τράπεζες υλοποιούν ενέργειες για τον τερματισμό των έκτακτων προγραμμάτων παροχής ρευστότητας και σταδιακής επιστροφής των επίσημων επιτοκίων εξάσκησης πολιτικής σε πιο κανονικά επίπεδα.
Παράλληλα, η διαφαινόμενη έξοδος από την εποχή της Covid-19 οδήγησε σε αυξημένες ανάγκες ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών. Η αυξημένη ζήτηση πυροδότησε άνοδο των τιμών παγκοσμίως, η οποία ενισχύθηκε και από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή της Ουκρανίας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Κεντρικές Τράπεζες βρίσκονται σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι και καλούνται να διαχειριστούν όχι μόνο τον αυξημένο πληθωρισμό αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις στη σταθερότητα της οικονομικής ανάπτυξης που επιφέρει η αβεβαιότητα των διεθνών σχέσεων. Η προσπάθεια αποφυγής του στασιμοπληθωρισμού απαιτεί προσεκτικές κινήσεις, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα λανθασμένης εκτίμησης εκ μέρους τους και η υπερ/υποαντίδραση σε σχέση με την πραγματικά αναγκαία μεταβολή (χρονικά ή ποσοτικά) των επίσημων επιτοκίων.
Στις αγορές κεφαλαίων οι αποδόσεις έχουν ενισχυθεί, αλλά η διαπραγμάτευση των ομολόγων εμφανίζει χαμηλή ρευστότητα και οι εκδότες εξετάζουν με προσοχή ή ετεροχρονίζουν την έξοδό τους στις αγορές.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατήρησε την επιλεξιμότητα των Τίτλων της Ελληνικής Δημοκρατίας (GGB’s) που έγιναν αποδεκτοί προς αγορά για πρώτη φορά το 2020 (πρόγραμμα PEPP), υποστηρίζοντας την παροχή ρευστότητας και περιορίζοντας τις μεγάλες μεταβολές απόδοσης.
Αν και οι μεταβολές των επιτοκίων του Δολαρίου ΗΠΑ είναι ήδη σημαντικές, στην περίπτωση του Ευρώ η ΕΚΤ ακολουθεί λιγότερο επιθετική πολιτική και αναμένεται (σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις) τα επιτόκιά του να μην ακολουθήσουν άμεσα αντίστοιχη πορεία με αυτή του Δολαρίου.
Η παραμονή λοιπόν των επίσημων επιτοκίων του Ευρώ σε χαμηλό επίπεδο εξακολουθεί να κρατά τις αποδόσεις των παραδοσιακών καταθέσεων ουσιαστικά μηδενικές. Ο απλός καταθέτης μετατρέπεται σταδιακά σε επενδυτή που συνεχίζει να αναζητά εναλλακτικές σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα (π.χ. μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.) διαφορετικής μορφής, στις οποίες σαφώς το κεφάλαιο δεν είναι εγγυημένο, όπως συμβαίνει στη λήξη με τις παραδοσιακές τραπεζικές καταθέσεις. Ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος είναι μεγαλύτερος λόγω διάρκειας ή/και εγγενών αιτιών. Τέτοιου είδους επενδυτική προσέγγιση προϋποθέτει ουσιαστικά ότι ο επενδυτής, στοχεύοντας στην επίτευξη υψηλότερης απόδοσης, οφείλει να αντιλαμβάνεται τη σχέση αναλαμβανόμενου κινδύνου / απόδοσης και τα όρια αντοχής του.
Δυνητικά, ένα άλλο είδος επένδυσης που μπορεί να γεφυρώσει τους δύο κόσμους, αυτόν της παραδοσιακής κατάθεσης και αυτόν που ενέχει την πιθανότητα απώλειας σημαντικού ποσοστού του κεφαλαίου στη λήξη, είναι οι σύνθετες επενδύσεις. Ανάλογα με το επενδυτικό προφίλ του πελάτη, τα συγκεκριμένα προϊόντα προσφέρουν πλήρη ή μερική εγγύηση κεφαλαίου στη λήξη τους. Είναι της μορφής δομημένων καταθέσεων ή επενδύσεων, όπου όμως η συγκριτικά υψηλότερη απόδοση ή/και η επιστροφή του συνόλου ή μέρους του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη λήξη καθορίζονται από την εξέλιξη ενός υποκείμενου δείκτη / αξίας στις αγορές συναλλάγματος, επιτοκίων, μετοχών, εμπορευμάτων κ.λπ. Κατ’ επέκταση, αυτές οι επενδύσεις ενέχουν τον κίνδυνο περιορισμένης απώλειας του επενδεδυμένου κεφαλαίου κατά τη λήξη ή ανάλογα στην περίπτωση πρόωρης ρευστοποίησης. Ο κίνδυνος αυτός συνδέεται με την πορεία της υποκείμενης αξίας και τους προκαθορισμένους και αποδεκτούς (σύμφωνα με τις ανάγκες και επιθυμίες του επενδυτή) όρους της επένδυσης. Μια τέτοια υποκείμενη αξία μπορεί να περιλαμβάνει ενδεικτικά και έκθεση σε μετοχικούς δείκτες εταιρειών που υιοθετούν έμπρακτα στη δραστηριότητά τους κριτήρια περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).