Επιλέξτε γλώσσα Top Menu Main Menu Extra Button Menu Page Contents Footer Αναζήτηση

Η ενισχυμένη επενδυτική ελκυστικότητα της Ελλάδας, οι αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων και η σχετική ύφεση των πληθωριστικών πιέσεων δημιουργούν ένα πιο αισιόδοξο κλίμα για την ελληνική οικονομία.

Ενημερωθείτε για τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές από την κα. Αλεξάνδρα Καραμανή, Eurobank Personal Banking Top Prime Subsegment Senior Officer και τον κ. Νίκο Λελεδάκη, Επικεφαλής Υποστήριξης Δικτύων & Πωλήσεων Αμοιβαίων Κεφαλαίων Eurobank Asset Management Α.Ε.Δ.Α.Κ. στο video που ακολουθεί:

 

Δείτε παρακάτω το πλήρες κείμενο της ανάλυσης:

Οι ανησυχίες για τις πληθωριστικές πιέσεις και τις ταχύτατες αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, μετά από έναν πολυετή κύκλο νομισματικής χαλάρωσης, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν τις αγορές σε σημαντικές απώλειες το 2022.  Η αξία των μετοχών μειώθηκε κατά 14 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, οι εκρηκτικές αυξήσεις των αποδόσεων και η ασυνήθιστα μεγάλη πτώση των τιμών των ομολόγων έδωσαν τέλος στην εποχή των μηδενικών επιτοκίων, ενώ οι ισοτιμίες των νομισμάτων και οι τιμές των εμπορευμάτων γνώρισαν έντονες διακυμάνσεις.

Παρά τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών για πιθανή ύφεση το 2023, οι αγορές έχουν ενισχυθεί κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες του έτους με την επενδυτική ψυχολογία να ξεκινά τη νέα χρονιά με πιο αισιόδοξη ματιά. Παράλληλα, οι αγορές επηρεάζονται θετικά προς το παρόν από τη σχετική μείωση των πληθωριστικών πιέσεων που οδηγούν στην προσδοκία ότι οι κεντρικές τράπεζες θα ακολουθήσουν μια πιο ήπια περιοριστική πολιτική.

Τη διάθεση ανάληψης ρίσκου στηρίζουν και τα ελαφρώς καλύτερα τελευταία μακροοικονομικά στοιχεία, αφού δημιουργούν την εντύπωση ότι η παγκόσμια οικονομία πιθανόν να γλιτώσει τα χειρότερα. Η πιθανότητα της ύφεσης είναι ακόμη υπαρκτή, αλλά πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι αν εμφανιστεί, δεν θα είναι μεγάλη σε ένταση και διάρκεια. Σε αυτό βοηθούν oι καλές καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε πολλές χώρες, διατηρώντας τα ενεργειακά αποθέματα σε πολύ υψηλά επίπεδα, παράλληλα με τη σταδιακή άρση, μετά από τρία χρόνια, των περιορισμών της κινέζικης οικονομίας. Επίσης, οι μετοχικοί και ομολογιακοί δείκτες έχουν ενισχυθεί σημαντικά από τα χαμηλά επίπεδα του Οκτωβρίου, ενώ σημαντική άνοδο είχαν και οι αγορές εμπορευμάτων, όπως του χρυσού και του πετρελαίου, παράλληλα με την αποδυνάμωση του αμερικανικού δολαρίου.

Η Παγκόσμια Τράπεζα πάντως, στην τελευταία έκθεσή της για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, αναμένει ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα επεκταθεί το 2023 κατά 1,7%, τον πιο αργό ρυθμό σχεδόν τριών δεκαετιών, με εξαίρεση τα έτη 2009 και 2020, οπότε σημειώθηκε ύφεση. Στην προηγούμενη έκθεσή της, η τράπεζα προέβλεπε ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυσσόταν  φέτος κατά 3%. Τονίζονται ιδιαίτερα οι εύθραυστες οικονομικές συνθήκες, με πιθανότερους κινδύνους, έναν υψηλότερο του αναμενόμενου πληθωρισμό, νέες απότομες αυξήσεις των επιτοκίων, αναζωπύρωση της πανδημίας του κορωνοϊού και την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων.

O ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2023 στο 0,3% από το εκτιμώμενο 1,9% το 2022. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί από το 8,0% του 2022 στο 4,0% το 2023. Η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας δίνει το έναυσμα στην αμερικανική κεντρική τράπεζα να συνεχίσει την περιοριστική πολιτική της. Το 2022, η Fed αύξησε τα επιτόκιά της κατά 425 μονάδες βάσης, πραγματοποιώντας επτά αυξήσεις επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων συνεχόμενων αυξήσεων κατά 75 μ.β.

Τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης τον Δεκέμβριο επιβεβαίωσαν ότι τα μέλη της νομισματικής επιτροπής παραμένουν αποφασισμένα να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά του πληθωρισμού.  Η αγορά αξιολογεί ότι η Fed θα προχωρήσει με μια πιο ήπια αύξηση επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης στη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου, ενώ τα τελικά επίπεδα των επιτοκίων προσδιορίζονται πλέον στο 5% - 5.25% μέσα στο έτος, με τις απόψεις των αναλυτών να διίστανται κατά πόσο είναι δυνατόν να δούμε τις πρώτες μειώσεις στο δεύτερο εξάμηνο.

Συνεχίστηκε η επιβράδυνση της ετήσιας μεταβολής του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και τον Δεκέμβριο, στο +6,5% από +7,1% τον Νοέμβριο. Πρόκειται για την έκτη συνεχιζόμενη χαμηλότερη μηνιαία τιμή του γενικού Δείκτη και η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες τιμές βενζίνης, κάτι που οδήγησε συνολικά τις τιμές ενέργειας σε μηνιαία υποχώρηση. Ταυτόχρονα, οι τιμές τροφίμων αυξήθηκαν με πιο ήπιο μηνιαίο ρυθμό. Όσον αφορά τον Δομικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που δεν περιλαμβάνει τις τιμές ενέργειας και τροφίμων, διαμορφώθηκε σε +5,7% τον Δεκέμβριο από +6,0% τον προηγούμενο μήνα.

Η προσοχή της αγοράς στρέφεται στις ανακοινώσεις των εταιρικών αποτελεσμάτων για το τέταρτο τρίμηνο με την επικείμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας να αναμένεται να επιδράσει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, η ετήσια μεταβολή των κερδών αναμένεται να διαμορφωθεί σε -4,8% από +2,4% το προηγούμενο τρίμηνο (+4,5% το 2022). Για το 2023 η ετήσια μεταβολή κερδών αναμένεται σε +4,8%.

Την επιβράδυνση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης στο 9,2% τον Δεκέμβριο του 2022 επιβεβαίωσαν τα τελικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, από 10,1% τον προηγούμενο μήνα, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα ήταν στο 5,0%. Η  χαμηλότερη μέτρηση του πληθωρισμού ήταν στην Ισπανία (5,5%), ενώ η υψηλότερη στην Ουγγαρία (25,0%). Συνολικά, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο, ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε σε 22 κράτη-μέλη, παρέμεινε σταθερός σε 2 και αυξήθηκε σε 3.

Η μείωση του πληθωρισμού είχε θετικό αντίκτυπο στις αγορές λόγω της αντίληψης πως τα μέτρα εναντίον του πληθωρισμού αποδίδουν, κι έτσι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα προβεί σε ακραίες κινήσεις μείωσης της ρευστότητας. Στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, η πρόεδρος Christine Lagarde άφησε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα τόσο για τις μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων όσο και για το τελικό τους ύψος, αναφέροντας ότι ο πληθωρισμός ενδέχεται να μην έχει κορυφωθεί. Αν και η ορατότητα, σε αντίθεση με τη Federal Reserve, δεν είναι τόσο καλή, έχουν αρχίσει να διατυπώνονται εκτιμήσεις για επιτόκιο καταθέσεων περί το 3,25% το επόμενο εξάμηνο, από 2% σήμερα, επίπεδα που μπορεί να χαρακτηριστούν ουδέτερα και όχι περιοριστικά. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η ΕΚΤ εξετάζει το ενδεχόμενο να προβεί στη σύσκεψη του Φεβρουαρίου σε αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% και στη σύσκεψη του Μαρτίου κατά 0,25%, αν και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας (F. Villeroy) ανέφερε ότι είναι πρόωρο να εκτιμηθεί το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων που θα αποφασιστεί τον Μάρτιο. Παρ’ όλα αυτά εκτίμησε ότι το τρέχον έτος είναι πολύ πιθανόν να αποφευχθεί η ύφεση της οικονομίας και ότι ο πληθωρισμός θα κορυφωθεί στο α΄ εξάμηνο του έτους. Ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ε.Ε, Πάολο Τζεντιλόνι ανέφερε ότι η συρρίκνωση της οικονομίας στην ευρωζώνη πιθανόν θα είναι μικρότερη από εκείνη που φοβούνταν οι επιτελείς της Ε.Ε τον Νοέμβριο, αναφέροντας ότι η πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,3% παραμένει αρκετά ισχυρή.

Οι αρχές της Κίνας ανακοίνωσαν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας ανήλθε στο 3% του ΑΕΠ το 2022, ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων σαράντα χρόνων, καθώς η δραστηριότητα επλήγη από την πανδημία του νέου κορωνοϊού και την κρίση του τομέα των ακινήτων. Η κινεζική κυβέρνηση έθετε στόχο η ανάπτυξη να φθάσει το 5,5%, ρυθμό ήδη πολύ κατώτερο από την επίδοση του 2021, όταν το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 8% και πλέον. Το τέταρτο τρίμηνο, η ανάπτυξη σταθεροποιήθηκε στο 3,9%, στο ίδιο επίπεδο με αυτήν του τρίτου, σύμφωνα με την κινεζική εθνική στατιστική υπηρεσία.

Στο 7,2% διαμορφώθηκε ο πληθωρισμός τον Δεκέμβριο στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ). Έναν μήνα νωρίτερα, ο πληθωρισμός στη χώρα μας είχε διαμορφωθεί στο 8,5% από την ΕΛΣΤΑΤ, ενώ για το σύνολο του 2022 παρουσίασε αύξηση 9,6%.

Σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας, αυξημένων επιτοκίων και ανάγκης για δημοσιονομική πειθαρχία, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 1,1% φέτος (ύστερα από 5,1% το 2022), για να ανεβάσει ελαφρώς ταχύτητα στο 1,8% το 2024. Αυτή είναι η νέα εκτίμηση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ), o οποίος βλέπει μείωση των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς θα υποχωρούν οι τιμές ενέργειας, με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται φέτος στο 3,7%. Το 2023 θα είναι το πρώτο έτος μετά το 2010 που η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός της στενής δημοσιονομικής επιτήρησης, καθώς έχει εξέλθει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Ο βασικός μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να είναι οι επενδύσεις με σημαντικό ρόλο να διαδραματίζει η απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με τη χώρα μας να έχει ήδη εισπράξει το 25% των συνολικών κεφαλαίων.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών κατάφερε να κάνει τη διαφορά φέτος, κλείνοντας τη χρονιά με θετικό πρόσημο, με τον Γενικό Δείκτη να καταγράφει κέρδη 4% και  τον τραπεζικό δείκτη ακόμα υψηλότερα κατά 11,41%.

Ο ΟΔΔΗΧ κάλυψε το 50% του στόχου δανεισμού για τη χρονιά, αντλώντας 3,5 δισ. ευρώ με την έκδοση του νέου 10ετούς που λήγει τον Ιούνιο του 2033, με το επιτόκιο να κλείνει τελικά στο 4,279% με κουπόνι 4,25%. Αρκετά υψηλότερα από την έκδοση του περσινού Ιανουαρίου με επιτόκιο 1,84%, αλλά σίγουρα σε λογικά επίπεδα βάσει των τρεχουσών συνθηκών. H ζήτηση έφτασε τα 22  δισ. ευρώ και ήταν από τις υψηλότερες που έχει συγκεντρώσει ποτέ ελληνικός τίτλος. Το ενδιαφέρον των ξένων θεσμικών δείχνει να τονώνεται παρά το υψηλότερο κόστος δανεισμού και το γεγονός ότι το 2023 είναι εκλογικό έτος και ως τέτοιο γεννά προβληματισμό αναφορικά με το πόσο χρονοβόρα θα είναι η εκλογική διαδικασία με πιθανές  καθυστερήσεις στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων. Οι ενέργειες της ΕΚΤ θα καθοδηγήσουν τα επόμενα βήματα και είναι πολύ πιθανόν να πραγματοποιηθούν  επανεκδόσεις παλαιότερων ομολόγων, αντί για νέες εκδόσεις. Αν οι συνθήκες το επιτρέψουν,  πολύ πιθανόν να δούμε  την πρώτη έκδοση «πράσινου» κρατικού ομολόγου από την Ελλάδα. Η ανοδική φάση του κύκλου των επιτοκίων καθιστά τη θέση της Ελλάδας ελκυστική λόγω των θετικών χαρακτηριστικών του ελληνικού χρέους και της δομής χρηματοδότησης, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους συνδέεται με σταθερά και σχετικά χαμηλά επιτόκια, με μεγάλη μέση διάρκεια, μια ευνοϊκή δομή με το μεγαλύτερο τμήμα να κατέχεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες για μεγάλο χρονικό πλαίσιο και άφθονα ταμειακά διαθέσιμα. Στις 27 Ιανουαρίου αναμένεται να δημοσιοποιηθεί η έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch ο οποίος έχει κατατάξει την Ελλάδα από το 2020 στη βαθμίδα ΒΒ (δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική), ενώ τον περασμένο Οκτώβριο αναβάθμισε την προοπτική της χώρας από σταθερή σε θετική, γεγονός που γεννά προσδοκίες ότι αυτή τη φορά θα υπάρξει περαιτέρω αναβάθμιση.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σε μια χρονική στιγμή που συνδυάζει τη συνεχιζόμενη άνοδο των επιτοκίων του ευρώ, την ποσοτική σύσφιξη και τη σημαντική οικονομική επιβράδυνση λόγω της ενεργειακής κρίσης, θα αποτελέσει ένα πολύ θετικό καταλύτη για την Ελλάδα. Εκτός από την αναμενόμενη μείωση του κόστους δανεισμού του δημοσίου,  θα αναβαθμιστεί και η πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ο πληθωρισμός και ο βαθμός της περιοριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην προσπάθειά τους να τον τιθασεύσουν σε συνδυασμό με την ένταση και τη διάρκεια μιας πιθανής ύφεσης θα είναι οι βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία των αγορών και το 2023. Μετά την άνευ προηγουμένου διόρθωση της περσινής χρονιάς, οι αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων και οι χαμηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών προσφέρουν στους επενδυτές το πιο ελκυστικό σημείο εισόδου για ένα ισορροπημένο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο για πάνω από μια δεκαετία.

Τα ομόλογα αναμένεται να έχουν καλύτερη απόδοση από τις μετοχές μέχρι να υπάρξει βελτιωμένη ορατότητα σχετικά με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και της εταιρικής κερδοφορίας. Το αβέβαιο περιβάλλον επιβάλλει να υιοθετήσουμε μια προσεκτική επενδυτική προσέγγιση, με τη μέγιστη δυνατή διασπορά, διατηρώντας ικανοποιητική ρευστότητα και μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα.

Σε συνθήκες αβεβαιότητας και περιορισμένης ορατότητας, εν μέσω σημαντικών προκλήσεων, η ενεργητική διαχείριση αποκτά ακόμα πιο σημαντικό ρόλο και σε συνδυασμό με τη διασπορά που προσφέρουν τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν την απόλυτη επενδυτική επιλογή, με τα αποτελέσματα  να είναι ορατά στη σύγκριση της πορείας των δεικτών των αγορών με τις αντίστοιχες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων.

Πηγή: Eurobank Asset Management ΑΕΔΑΚ
ΟΙ Ο.Σ.Ε.Κ.Α ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ.

Ενημερωθείτε για τα μακροοικονομικά ζητήματα στην Ελλάδα και διεθνώς, κάνοντας εγγραφή στις Οικονομικές Αναλύσεις της Eurobank.